Απριλιάτικο τρυγόνι… μια παράδοση που χάθηκε


03/04/2020

Παρά τις δεκαετίες που πέρασαν από την απαγόρευση του, ακόμα συγκινεί όσους πρόλαβαν και το έζησαν και συγκινεί και τους νεότερους που ακούν τις αφηγήσεις των παλαιότερων.
Απριλιάτικο τρυγόνι… μια παράδοση που χάθηκε, ένα άρθρο για να θυμηθούν οι παλαιότεροι αλλά και να γνωρίσουν οι πιο νέοι κυνηγοί.
Τα τρυγόνια κυνηγιόνταν στα ακρωτήρια και σε πολλά νησιά κυρίως του Ιονίου, εκεί που έκαναν και το μεγάλο πέρασμα τους. Πρώτοι οι προπομποί, τα ονομαζόμενα «ρουκέτες», που πετούσαν πολύ γρήγορα και τα περισσότερα πέρναγαν και ατουφέκιστα. Όπου έπιαναν τα πρώτα, ακολουθούσε το κοπάδι που πολλές φορές αποτελούσαν εκατοντάδες πουλιά.
Το τσακιστό και ελαφρύ πέταγμα του είχε γίνει για πάρα πολλούς κυνηγούς τα παλιά χρόνια, μαζί με τη δύσκολη τουφεκιά του, μια έντονη προσμονή που διακόπηκε τη δεκαετία του 1980.
Το κυνήγι τους συνδυασμένο με την ωραιότερη εποχή του χρόνου στους καταπράσινους κάμπους, στα ανθοστόλιστα πόστα και καρτέρια, απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, χάριζαν μία ίσως μοναδική ανάσα ζωής για τους λάτρεις αυτού του κυνηγίου, μέσα στις καθορισμένες ζώνες που επιτρεπόταν το κυνήγι τους.
Ήταν ένα κυνήγι παραδοσιακό, για το οποίο ο ενδιαφερόμενος προκειμένου να θεωρήσει την άδεια, πλήρωνε ένα αρκετά τσουχτερό παράβολο για τις δεκαπέντε ή είκοσι ημέρες των περασμάτων.

Σε καβαλούσε ατουφέκιστο!
Γιορτή ο ερχομός αυτών των ημερών για όσους τα κυνηγούσαν. Λίγοι μεν αναλογικά, αλλά παραδοσιακοί κυνηγοί, κυρίως στα νησιά του Ιονίου, είχε γίνει θεσμός, κάτι σαν κεκτημένο, ένας τρόπος ζωής αυτό το κυνήγι, εκεί που οι εμφανίσεις των τρυγονιών σε ημέρα περάσματος ήταν κάτι το μοναδικό στη Μεσόγειο. Ένα υπερθέαμα με τον κατάλληλο καιρό στις γνωστές ημερομηνίες. Χιλιάδες πουλιά, εκατομμύρια την ημέρα του μεγάλου μπασίματος στη Ζάκυνθο, στους Παξούς, στη Λευκάδα, στο Κατάκολο, ολημερίς τουφεκίδι. Την ίδια μέρα στο Μεσολόγγι, στο Αγρίνιο, στην Άρτα μέχρι την Ηγουμενίτσα, η θάλασσα έβγαζε ατελείωτα κοπάδια τρυγονιών.
Ήταν η μέρα που το όνειρο μιας ολόκληρης χρονιάς γινόταν πραγματικότητα. Μέχρι και τα καμπαναριά της Ζακύνθου καλούσαν τον κυνηγό να τρέξει να προλάβει. Τα όπλα είχαν την τιμητική τους. Παρήγορο θέαμα μετά από τόσες μέρες στήσιμο, απ’ το πρωί ως το απόγευμα, στα καρτέρια, «τώρα θα φτάνουν και τώρα θα φανούν» και κάποιες χρονιές δεν περνούσαν από κει καθόλου με τους μαΐστρους και τους βοριάδες. Τα πέταγε ο καιρός ανατολικά, να χαρούν και οι άλλοι από κει μεριά, στον Πλαταμώνα, στο Στόμιο, στον Αλμυρό, στην Αταλάντη και τέλος οι Αθηναίοι στα Μεσόγεια, στον Ωρωπό, στους Αγίους Αποστόλους, στο Χαλκούτσι, «γραμμή Μαζινό», μέχρι την Κωπαΐδα, γέμιζε ο ουρανός πουλιά στον ελαφρύ μαΐστρο και στο δυνατό, ένα με τα σπαρτά, ανάμεσα στα πεύκα και τις ελιές, σίφουνες, βολίδες, ώσπου να το δεις σε καβαλούσε ατουφέκιστο.

Μια πληγή που δύσκολα θα κλείσει…
Απλώνανε στο Θεσσαλικό κάμπο, από τον Τύρναβο ως τα Τέμπη, περνούσαν στην Κατερίνη και βγαίνανε στις άπλες της δυτικής Μακεδονίας, με κατεύθυνση, ανάλογα τον άνεμο, προς Βουλγαρία ή προς Σκόπια. Εκεί πάνω ήταν ο προορισμός τους, οι απέραντοι κάμποι της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας μέχρι το Κίεβο, γύρω από το Δούναβη, οι δυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας.
Αυτή η περίοδος, σε συνδυασμό με τις ημέρες των Παθών και τις αργίες του Πάσχα, ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για τους λάτρεις αυτού του κυνηγίου να κάνουν τη μεγάλη έξοδο πιο μεγάλη. Για μας είχε, πέρα απ’ τις εορτές, ένα χρώμα τελετουργικό η επαφή με μια φύση στο αποκορύφωμα της δόξας της.
Η απαγόρευσή τους κατ’ εντολή της Ε.Ε. πλήγωσε τους κυνηγούς ανεπανόρθωτα. Η ευκολία με την οποία δεχθήκαμε το κύριο παραδοσιακό μας κυνήγι να σταματήσει, δεν είχε προηγούμενο. Το τρυγόνι δεν είναι πουλί των Βρυξελλών, ούτε των Γερμανών ή των Άγγλων και των Ολλανδών. Έπρεπε ως παραδοσιακό κυνήγι να το διασφαλίσουμε, έχοντας υπ’ όψιν μας ότι και οι υπόλοιπες χώρες εντός και εκτός της Ε.Ε.διατηρούν ακόμα και σήμερα τα παραδοσιακά τους κυνήγια.

Έμπαιναν σαν βολίδες
Εκτός από τα καρτέρια των συγκεκριμένων περιοχών που έμπαιναν με τους αντίστοιχους ευνοϊκούς καιρούς, τα τρυγόνια έμεναν σε συγκεκριμένες περιοχές ανάλογα με την επάρκεια τροφής και την καταλληλότητα των καιρικών συνθηκών για το ταξίδι τους. Κάτι σαν τα ντοπιάρικα του Αυγούστου ήταν και αυτά. Ακολουθούσαν συγκεκριμένα δρομολόγια για την κούρνια, τη βοσκή και το νερό. Είχαν εντοπίσει χωραφιές και οργώματα από άλλα που είχαν προσγειωθεί στην περιοχή. Εκεί οι τουφεκιές είχαν καλύτερα αποτελέσματα γιατί το πέταγμα τους ήταν πιο στρωτό και πολύ πιο αργό απ’ ότι στα καρτέρια που έμπαιναν σαν βολίδες, τουφεκισμένα πιο μπρος από άλλους και συχνά προλάβαινες να δεις μόνο τη σκιά τους.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η ταχύτητά τους ξεπερνούσε τα 100 και τα 120 χιλιόμετρα την ώρα. Αν πούμε δε για τις γνωστές «βούτες» της Ζακύνθου και του Κατακόλου, η ταχύτητά τους ήταν ανυπολόγιστη, καθώς από το ύψος των 1.000 και 2.000 μέτρων, έπεφταν στις στεριές κυριολεκτικά σαν βολίδες, για να προσγειωθούν στα τελευταία 10 μέτρα βίαια άλλες φορές και άλλοτε ανάλαφρα, χάρη του δυνατού φτερού τους. Ταξιδεύουν σ’ αυτά τα μεγάλα ύψη με τις όστριες απ’ ευθείας από τη δυτική Λιβύη και την Αλγερία, ίσως και τη Μάλτα ακόμα, κοντράροντας το νοτιά στα δεξιά τους, με κατεύθυνση προς ανατολάς, για να βρεθούν μεσημέρι ή απόγευμα ταξιδεύοντας πάνω από τη θάλασσα, σε χώρες, νησιά ή βραχονησίδες, μετά τη μεγαλύτερη θαλάσσια διαδρομή χωρίς βοήθεια στεριάς για ξεκούραση, 1.200 χιλιόμετρα ταξίδι!

Ένα κυνήγι που μας δίδαξε πολλά!
Σκαλίζω τις αναμνήσεις μου αυτή την εποχή, όταν τα βλέπω να καβαλάνε τα πεύκα του σπιτιού μου, με τα απρόβλεπτα τσαλίμια τους στο πέταγμά τους. Βλέπω τα ζευγαράκια στους δρόμους, που σηκώνονται ήμερα και απονήρευτα για να κάτσουν λίγα μέτρα πιο κάτω στο πέρασμα του αυτοκινήτου, και θυμάμαι στο άκουσμα έστω και μιας τουφεκιάς, πριν το δεις, το είχες χάσει κιόλας από τα μάτια σου.
Ταγμένος χρόνια τους Απριλομάηδες νου και σώμα στα γνωστά πόστα μου, έκανα μήνα του μέλιτος μαζί τους. Έκλεινα το μαγαζί 15 μέρες, μια στην Αμφιλοχία, την άλλη στο Ευηνοχώρι, σήμερα στο αξέχαστο Κατάκολο, την άλλη στη Βόνιτσα ή στον Γαλατά.
Συνδυασμός του μοναδικού θαύματος της ανοιξιάτικης φύσης και ενός κυνηγίου που ήθελε, ψάχνοντας τα από χωράφι σε χωράφι, από περιβόλι σε περιβόλι, πόδια που να τα οδηγεί όλη μέρα η τρέλα και η υπομονή.
Η πρωινή υγρασία του κουνουπιού και ο καυτός ανοιξιάτικος ήλιος αργότερα, δεν ήταν τίποτα μπροστά σε ένα ωραίο ντουμπλέ σε δύο πουλιά, πίνοντας τον καφέ σου δίπλα στα χωράφια τους, στις γαλατσίδες και τα χέρσα βρουβοχώραφα.
Μάθαμε πολλά απ’ αυτό το κυνήγι. Είδαμε πολλά. Περάσαμε αξέχαστες ώρες εκεί που τη νέκρα και την πολύωρη ακινησία ξεπλήρωνε μια ωραία τουφεκιά, κάπου–κάπου. Όπως κερδίσαμε και από άλλα ενδιαφέροντα θέματα της φύσης και από εικόνες, που λίγοι είχαν την ευκαιρία να βιώσουν μακριά απ’ αυτό το μοναδικό ανοιξιάτικο περιβάλλον, με ή χωρίς απριλιάτικα τρυγόνια στο καρτέρι τους. Αυτό τελικά δεν έχει τόση σημασία.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ