Η χρησιμότητα της ρίγας στο κυνηγετικό όπλο


29/05/2020

Η αναγκαιότητα της ρίγας στα λειόκαννα όπλα είναι ένα ζήτημα πολυδιάστατο και εν πολλοίς ανεξάντλητο, και αυτό γιατί οι απόψεις μπορεί να διαφέρουν σημαντικά τόσο ανάμεσα στους ειδικούς όσο και ανάμεσα στους κυνηγούς.
Ωστόσο, αυτές οι διαφορετικές απόψεις είναι που μπορούν να δώσουν μια πληρέστερη εικόνα και ολόπλευρη ενημέρωση. Με αφορμή προηγούμενο άρθρο σχετικά με τη ρίγα στα αλληλεπίθετα δίκαννα, το Κ&Φ συνεχίζει το διάλογο που ξεκίνησε, δημιοσεύοντας μία ακόμα εμπεριστατωμένη άποψη σχετική με το θέμα.

Η ερώτηση είναι: “χρειάζεται ή όχι η ρίγα στο λειόκαννο όπλο; Μήπως είναι καλό να την αφαιρέσουμε προς χάριν του βάρους και του ζυγίσματος;”.

Το όπλο έχει διάφορα σημεία “κλειδιά”, που βοηθούν τον κυνηγό-σκοπευτή να φέρει όσο το δυνατόν καλύτερα στατιστικά αποτελέσματα στο θέμα της ευστοχίας. Εδώ, λοιπόν, θα επικεντρωθούμε για να δούμε πόσο αυτά βοηθούν τον μέσο κυνηγό-σκοπευτή που διαθέτει μια μέτρια αίσθηση σκόπευσης, γιατί η σκόπευση με το λειόκαννο σε κινούμενο στόχο είναι πρώτα από όλα “αίσθηση” και στη συνέχεια όλα τα άλλα.
Αυτή η αίσθηση διαφέρει πολύ στους ανθρώπους. Γεννιέσαι με αυτή την αίσθηση σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Στους μαθητές μου προσπαθώ να εκμεταλλευτώ στο έπακρο αυτή την αίσθηση που μας “δένει” μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου με το στόχο.
Σε αυτούς που δεν έχουν αυτή την αίσθηση προσπαθώ με διάφορους τρόπους να τους τη “γεννήσω” ή καλύτερα να τους τη δημιουργήσω, έτσι ώστε να μη βασίζονται σε καθαρά και μόνο τεχνικά θέματα, μαθηματικών και φυσικής, κατά την εκτέλεση της βολής.
Παράδειγμα οι ερωτήσεις, πόσο προσκόπευση πρέπει να βάλω, πώς πρέπει να κινήσω το όπλο προς έναν συγκεκριμένο σε πορεία στόχο, πράγματα που ένας ταλαντούχος, προικισμένος σκοπευτής-κυνηγός τα έχει δικά του εύκολα και φυσικά, γιατί σε συνδυασμό με την πείρα που αποκτά μέσα στο χρόνο, κάθε φορά αισθάνεται και γνωρίζει τι κάνει.
Η ερώτηση πόσο προσκόπευση βάζουμε συνειδητά σε μακρινές βολές (αφού συνειδητά, την προσκόπευση τη βάζουμε μόνο στις μακρινές βολές, όπου η γωνιακή ταχύτητα του όπλου προς το στόχο είναι αργή και μικρή η κίνηση της κάννης του όπλου σε σχέση με την πορεία που διανύει το θήραμα), μπορεί να απαντηθεί μόνο για συγκεκριμένες βολές, π.χ. σε πήλινους δίσκους σταθερής και ίδιας πάντα πορείας. Κανένας κυνηγός-σκοπευτής δεν ξέρει εκ των προτέρων τι προσκόπευση θα βάλει σε έναν αγνώστου πορείας, ταχύτητας και απόστασης στόχου, παρά μόνο κατά την εκτέλεση της βολής.

Μετά τη βολή, ο συνειδητοποιημένος καλός σκοπευτής ξέρει ακριβώς πού προσκόπευσε η κάννη του όπλου και με ποιον ακριβώς τρόπο εκτέλεσε τη βολή (swing through δηλαδή σκούπισμα, pull away δηλαδή προοδευτική απομάκρυνση της άκρης της κάννης από το στόχο προς τα εμπρός ή maintain lead δηλαδή σταθερή παρακολούθηση του στόχου με την κάννη τοποθετημένη εξ αρχής στην προσκόπευση).
Γιατί το λέω αυτό; Μπορεί να ξεκινήσαμε τη σκόπευση με σταθερή προσκόπευση εμπρός από το θήραμα, αλλά αισθανθήκαμε ότι η ταχύτητα του θηράματος είναι μεγαλύτερη από αυτή που μας φάνηκε στην αρχή και συνειδητά τραβάμε την κάννη προοδευτικά λίγο πιο εμπρός πριν πατηθεί η σκανδάλη. Αμέσως έχουμε χρησιμοποιήσει έναν συνδυασμό δύο τεχνικών: σταθερή προσκόπευση (maintain lead) και για να διορθώσουμε, ολοκληρώνουμε με προοδευτική προσκόπευση απομάκρυνσης της κάννης, δίνοντας μεγαλύτερη ταχύτητα στο όπλο (pull away).
Σε τέτοιους ανθρώπους και γκλίτσα να δώσεις (τρόπος του λέγειν, εννοώντας να δώσουμε ένα τελείως λάθος όπλο) θα είναι πιο εύστοχοι από τους άλλους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και αυτοί δεν θα έχουν καλύτερα αποτελέσματα χρησιμοποιώντας ένα σωστό, στα μέτρα τους, όπλο, εκμεταλλευόμενοι όλα τα σημεία “κλειδιά” που ανέφερα προηγουμένως.
Αυτά τα σημεία “κλειδιά” είναι το σωστό κοντάκι, το σωστό βάρος και ζύγισμα του όπλου, η ρίγα και το στόχαστρο. Φυσικά, αναλόγως των διαστάσεων του κυνηγού-σκοπευτή και της φυσικής του κατάστασης, μπορούμε να παίξουμε με το μήκος και το βάρος του όπλου.
Άλλοι παράγοντες, που παίζουν ρόλο στη σκόπευση, είναι το χρώμα της κάννης (παραλλαγής, χρωμίου, μαύρη γυαλιστερή, μαύρη ματ), το σχήμα της ρίγας (φαρδιά, στενή, φαρδιά στο ξεκίνημα που προοδευτικά στενεύει), το ύψος της ρίγας και τέλος το μέγεθος και το χρώμα του στόχαστρου.
Θα δούμε, λοιπόν, τώρα πώς συμβάλλουν θετικά όλα αυτά, κατά την κίνηση του όπλου, στην αίσθηση του κυνηγού που ξεκινά την επώμιση προς το στόχο.

Στην καλύτερη περίπτωση θα έλεγα ότι το όπλο το επωμίζουμε άλλες φορές κατά 80% σωστά, αρκετές φορές κατά 90% και σπάνια 100% σωστά. Αυτό γιατί το σφίξιμο, το ξάφνιασμα από το απρόβλεπτα εμφανιζόμενο θήραμα, η κούραση, το ανώμαλο έδαφος, η διαφορετική ένδυση, δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε τέλεια επώμιση. Στις γρήγορες, λοιπόν, κοντινές τουφεκιές, με κάννες 60-67 cm και κύλινδρο, η βολή δεν αποκλίνει τόσο ώστε να μην κτυπηθεί ο στόχος, έστω και με κάποια περιφερειακά σκάγια που ακόμη διατηρούν καλή ταχύτητα και είναι ικανά να καταβάλουν το θήραμα.
Στις μακρινές, όμως, βολές, που ο σκοπευτής-κυνηγός πρέπει να παρακολουθήσει επωμισμένος για μεγαλύτερη διάρκεια το στόχο, έτσι ώστε να έχει και συνειδητούς υπολογισμούς περί προσκόπευσης, αίσθηση ευθυγράμμισης κυρίαρχου ματιού με κάννη, καθώς επίσης καλή εστίαση στο στόχο, που γίνεται δυκολότερα αφού ο στόχος φαίνεται μικρότερος, εκεί το κάθε χιλιοστό λάθους στην επώμιση γίνεται μέτρο ή και μέτρα μερικές φορές στην απόσταση που κινείται ο στόχος. Να θυμίσουμε, όμως, γιατί στις μακρινές βολές ο σκοπευτής πρέπει να παραμείνει επωμισμένος, παρακολουθώντας το στόχο, λίγο περισσότερο χρόνο.

Η εκτίμηση των δεδομένων ταχύτητας, απόστασης, γωνίας του στόχου, μέσω της πληροφόρησης που παρέχει ο οπτικός αναλυτής του οφθαλμού στον εγκέφαλο, γίνεται με πιο αργούς ρυθμούς, ενώ στην κοντινή απόσταση αυτά γίνονται αστραπιαία και χωρίς λάθη. Γι’ αυτό στις γρήγορες κοντινές τουφεκιές επωμίζοντας μπορούμε να πατήσουμε συγχρόνως τη σκανδάλη, με ποσοστά ευστοχίας πολύ καλά εφόσον δεν σταμάτησε η κίνηση του όπλου και η επώμιση, μαζί με το γύρισμα του σώματος προς το στόχο, έγιναν αρκετά σωστά.
Η περιφερειακή όραση ευθύνεται για την καταχώριση των δεδομένων αυτών στο υποσυνείδητο, έτσι ώστε όταν η πληροφόρηση αυτών των στοιχείων αναλυθεί επαρκώς, η εντολή πατήματος της σκανδάλης γίνεται αυτόματα και υποσυνείδητα.
Στις μακρινές τουφεκιές, η συνεργασία συνειδητού πατήματος της σκανδάλης και αυθορμητισμού από υποσυνείδητη εντολή γίνεται με επιτυχία. Σε αυτό το πάντρεμα συνειδητών και υποσυνείδητων λειτουργιών κατά την εκτέλεση της μακρινής βολής, η ρίγα του όπλου βοηθά πάρα πολύ ώστε η κατευθυντικότητα της κάννης να είναι ακριβέστερα προσαρμοσμένη στην ευθυγράμμιση που πρέπει η κάννη να έχει με το κυρίαρχο μάτι.

Το μικρό στόχαστρο επίσης. Το μεγάλο και συνήθως μακρύ στόχαστρο χρησιμεύει έτσι ώστε στη γρήγορη κίνηση του όπλου, η περιφερειακή όραση το έχει ευκολότερα υπό έλεγχο μέχρι να φθάσει το όπλο στη θέση της επώμισης, ούτως ώστε να βρεθεί η άκρη της κάννης κατευθείαν στη σωστή θέση προς το στόχο (προσκόπευση αν είναι τραβέρσα) για άμεση εκτέλεση βολής.
Το μικρό στόχαστρο στη μακρινή βολή το χρειαζόμαστε αφού έχουμε επωμίσει και παρακολουθούμε το στόχο. Αν ήταν μεγάλο θα κινδυνεύαμε να μας πάρει περισσότερο την προσοχή σε βάρος της καλής εστίασης του στόχου, που φαίνεται μικρός σε μακρινή απόσταση.
Ο έλεγχος που χρειαζόμαστε για να κάνουμε κάποια μικροδιόρθωση στη θέση της κάννης με το στόχο, ώστε να αισθανθούμε πως είναι δικός μας, βοηθιέται σε μεγάλο βαθμό από το μήκος της κάννης, τη ρίγα και το σωστό στόχαστρο.

Για την καλύτερη αίσθηση του συνόλου αυτών των παραγόντων, που συντελούν στη σωστή εκτέλεση βολής, το μάτι πρέπει να είναι λίγο ψηλότερα από τη ρίγα (να βλέπουμε λίγο ρίγα). Μερικοί νομίζουν ότι θα ψηλοντουφεκάνε αν βλέπουν λίγο ρίγα. Λάθος.
Η βολή πηγαίνει εκεί όπου κοιτάζουμε. Το πόσο ρίγα θέλουμε να βλέπουμε είναι προσωπική αίσθηση του καθενός μας.
Αν αφαιρέσουμε τη ρίγα και το μάτι παραμείνει λίγο ψηλότερα από την κάννη, τότε υπάρχει μεγάλη ασάφεια ως προς την απόλυτη ευθυγράμμιση του ματιού με την κάννη. Τώρα, βέβαια, κάποιος θα μου πει: “Βρε αδελφέ, εγώ είμαι ευχαριστημένος να τουφεκάω μέχρι τα 30-35 cm και δεν με νοιάζει να γίνω τόσο καλός. Είμαι ικανοποιημένος με τα αποτελέσματά μου στο κυνήγι. Μου αρκεί να απολαμβάνω την επαφή με τη φύση, το περπάτημα κ.ά.”. Σεβαστό!
Όμως, ο κατασκευαστής φτιάχνει ένα όπλο και για περισσότερες ίσως απαιτήσεις και υψηλότερες επιδόσεις από αυτές που επιτυγχάνει ο μέσος κυνηγός-σκοπευτής. Το ίδιο και οι κατασκευαστές φυσιγγίων. Κατά τη γνώμη μου, ολοκληρωμένος κυνηγός-σκοπευτής είναι αυτός που μπορεί να αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητες που του παρέχει το κατάλληλο πυρομαχικό στο κατάλληλο όπλο. Να μπορεί να εκμεταλλευτεί στο μάξιμουμ το βεληνεκές όπλου-πυρομαχικού.
Μερικές φορές μία-δύο τέτοιες βολές είναι όλο το κυνήγι μας, κάτι που συμβαίνει συχνά στους γουρουνοκυνηγούς και στους λαγοκυνηγούς. Επίσης, για τους βαλτοκυνηγούς η μακρινή τουφεκιά την “ημέρα” είναι κάτι συνηθισμένο και πολύ συχνό φαινόμενο.
Εκεί η μεγαλύτερη σε διάρκεια παρακολούθηση του στόχου από τη θέση της επώμισης επιβάλλεται για εύστοχες βολές.

Πολλές φορές έχω ακούσει για τη φοβερή μακρινή τουφεκιά που επιτυγχάνουν κάποιοι κυνηγοί με όπλα 20άρια ή 16άρια.
Τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση; Βγάζουν δυνατότερη βολή αυτά τα όπλα με τη μικρότερη γόμωση σε σχέση με το κλασικό 12άρι; Δίνει η στενότερη κάννη περισσότερες ταχύτητες στα σκάγια, περισσότερη συγκέντρωση ή κάτι άλλο; Η απάντηση είναι όχι.
Απλά η στενότερη σε διάμετρο κάννη κατευθύνεται πιο συγκεκριμένα προς το στόχο και μας δίνει περισσότερες “κεντρικές τουφεκιές”. Η σκοπευτική γραμμή του όπλου συνολικά γίνεται σαφέστερη και πιο συγκεκριμένη στην αίσθησή μας.
Αυτός είναι ο λόγος που οι θιασώτες αυτών των διαμετρημάτων υπεραμύνονται για τις μακρινές επιτυχείς βολές που νομίζουν ότι βγάζει το όπλο τους.

Ξαναγυρνώντας στο θέμα της ρίγας του κυνηγετικού όπλου, πρέπει να πω ότι εκτός της βελτίωσης της σκοπευτικής αίσθησης που προσδίδει στο χειρισμό του όπλου, λειτουργεί επίσης και ως νεύρο ενίσχυσης της κάννης στις παραμορφώσεις που δημιουργούνται από την υπερθέρμανση της κάννης σε απανωτές τουφεκιές και με ό,τι άλλο συνεπάγεται αυτό, όπως π.χ. την εκτόνωση της θερμοκρασίας της κάννης κ.λπ.
Στο σκοπευτήριο κατά τις προπονήσεις και στους αγώνες, οι βολές ρίχνονται με διαστήματα χρόνου ανάμεσα στους βατήρες και οι κάννες δεν υπερθερμαίνονται στο βαθμό που θα γίνει στο κυνήγι τους καλοκαιρινούς μήνες, με πολύ δυνατότερες γομώσεις από αυτές των σκοπευτικών φυσιγγίων, και αρκούν μερικοί γρήγοροι ντουμπλέδες και κάποιες τριπλέτες που ρίχτηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα για να υπερθερμανθούν οι κάννες.
Αν, δε, σκεφτούμε κάποια κυνήγια στα Βαλκάνια, που ξεκινούν από 1η Αυγούστου και κάποια κυνήγια στην Αφρική που ρίχνονται εύκολα μερικές φορές τα 100-150 φυσίγγια την ώρα, τότε καταλαβαίνουμε τι πρόβλημα δημιουργείται στα μεταλλικά μέρη του όπλου.

Η κρυογενής κατασκευή κάννης ίσως χρειάζεται λιγότερο τη μεταλλική ρίγα, αλλά και εκεί χρησιμοποιείται ρίγα από ανθρακονήματα, με μηδαμινό βάρος για καλύτερη σκοπευτική αίσθηση στην κατευθυντικότητα της κάννης προς το στόχο.
Η ρίγα ή οι ρίγες των αλληλεπίθετων, δηλαδή η ενδιάμεση που ενώνει την πάνω με την κάτω κάννη και η σκοπευτική που μπορεί να είναι εξαεριζόμενες ή όχι, μπορεί να επηρεάζουν θεωρητικά πιο πολύ την πλάγια μετατόπιση του όπλου προς το στόχο (τραβέρσα κατά την κυνηγετική ορολογία), με υπέρ και κατά. Η αντίσταση που δέχεται στο πλάι το όπλο από τον ατμοσφαιρικό αέρα, με πλήρεις ρίγες κατά την τραβερσάτη κίνηση προς το στόχο, σταθεροποιεί το όπλο στην πορεία του, ενώ χωρίς τις ρίγες κινείται μεν πιο γρήγορα εξαιτίας της λιγότερης αντίστασης από τον αέρα, αλλά πιο ανεξέλεγκτα.
Κανένας σοβαρός κατασκευαστής δεν προσθέτει περιττό βάρος στα όπλα που κατασκευάζει. Με τίποτα δεν πρέπει να νομίζουμε ότι όσο πιο ελαφρύ είναι ένα όπλο τόσο καλύτερο γίνεται.
Το βάρος παίζει σημαντικότατο ρόλο, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται το όπλο.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ