Διαμαρτυρία της ΚΟΜΑΘ για την ολική απαγόρευση θήρας στο νομό Έβρου


27/08/2023

Διαμαρτυρία της ΚΟΜΑΘ για την ολική απαγόρευση θήρας στο νομό Έβρου

Κατάθεση ολοκληρωμένης πρότασης της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας – Θράκης προς το Υπουργείο Περιβάλλοντος με θέμα «Καθορισμός μέτρων διαχείρισης θηρεύσιμων και προστατευόμενων ειδών άγριας πανίδας μετά από δασικές πυρκαγιές».
Την ώρα που ο κυνηγετικός κόσμος παρακολουθεί συγκλονισμένος την καταστροφή των δασών από τις πυρκαγιές και ενώ οι Κυνηγετικοί Σύλλογοι του νομού Έβρου και άλλων νομών, με τις εθελοντικές ομάδες των κυνηγών, βρίσκονται έξω στο πεδίο συμμετέχοντας στην κατάσβεση, με τη διάθεση μέσων και προσωπικού, την επάνδρωση πυροφυλάκιων από τους Ομοσπονδιακούς Θηροφύλακες της ΚΟΜΑΘ και ενώ ακόμα η φωτιά δεν έχει σβήσει στη Δαδιά και στη γειτονική Ροδόπη … το Υπουργείο Περιβάλλοντος έρχεται αιφνιδιαστικά και εκδίδει υπουργική απόφαση ολικής απαγόρευσης του κυνηγίου σε όλη την Περιφερειακή Ενότητα Έβρου, σε καμένες και μη καμένες περιοχές.
Χωρίς καν να ζητήσει την άποψη των κυνηγετικών οργανώσεων.
Κατά πρώτο λόγο η Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας – Θράκης ελπίζει να σβήσουν πλήρως όλες οι δασικές πυρκαγιές. Αλλά οφείλει να καυτηριάσει την επιλογή του Υπουργείου για την απουσία διαλόγου, για την αγνόηση των προσπαθειών των εθελοντών κυνηγών μέσω των οργανώσεων τους. Η επιλογή της Πολιτείας στην απαγόρευση της θήρας ως ΠΡΩΤΟΥ και ΜΟΝΟΥ ΜΕΤΡΟΥ μετά την αποτυχία της δασοπυρόσβεσης δείχνει σαφές αντικυνηγετικό ύφος.
Η Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας – Θράκης και όλοι οι Κυνηγετικοί Σύλλογοι της Θράκης ζητούμε την άμεση ανάκληση της απόφασης ολικής απαγόρευσης και την τροποποίηση με βάση τις επιστημονικές αναλυτικές μας προτάσεις για τα ειδικά μέτρα διαχείρισης στις επιμέρους περιοχές του νομού Έβρου και αλλού.

Καθορισμός μέτρων διαχείρισης θηρεύσιμων και προστατευόμενων ειδών άγριας πανίδας μετά από δασικές πυρκαγιές

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Η ευρεία εγκατάλειψη των παραδοσιακών χρήσεων γης στις περισσότερες Ευρω-μεσογειακές περιοχές κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, έχει οδηγήσει στην αύξηση της βιομάζας, με αποτέλεσμα στα μεσογειακά οικοσυστήματα να συμβαίνουν συχνές και έντονες πυρκαγιές (μεγαπυρκαγιές).

2. Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν διαταράξεις των οικοσυστημάτων, οι επιδράσεις των οποίων μπορεί να είναι τόσο αρνητικές, όσο και θετικές για τα είδη της άγριας πανίδας. Οι επιδράσεις των δασικών πυρκαγιών στην άγρια πανίδα μπορούν να διακριθούν σε βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες. Οι βραχυπρόθεσμες αναφέρονται στην άμεση θανάτωση κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς και στην έμμεση θανάτωση από τη μη καταλληλόλητα του μεταπυρικού ενδιαιτήματος κατά τις επόμενες ημέρες και μήνες. Οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις αναφέρονται μετά την παρέλευση μηνών και ετών και έγκεινται στην καταλληλόλητα ή μη του μεταπυρικού ενδιαιτήματος, τη δυνατότητα μετακινήσεών του είδους, την ύπαρξη γειτονικών πληθυσμών, τα είδη ανταγωνιστών και αρπάγων που διαβιούν στην ευρύτερη περιοχή και άλλους παράγοντες.
Είδη με: α) μεγαλύτερη κινητικότητα (μεγάλα θηλαστικά, είδη πτηνών), β) λιγότερους φυσικούς εχθρούς (π.χ. αγριόχοιρος) και γ) υψηλούς ρυθμούς αναπαραγωγής (π.χ. λαγός) αναμένεται να μην έχουν σοβαρές πληθυσμιακές επιπτώσεις ή να ανακάμπτουν γρήγορα οι πληθυσμοί τους μετά από πυρκαγιά.

3. Η δομή της βλάστησης που διαμορφώνεται μετά την πυρκαγιά συχνά έχει επιπτώσεις για τα δασόβια είδη, αλλά από την άλλη ευνοεί τα είδη των ανοικτών εκτάσεων, δηλαδή των λιβαδιών, των θαμνώνων και των διακένων.
Οι μεσογειακοί θάμνοι αναπτύσσουν γρήγορα μεγάλο αριθμό πρεμνοβλαστημάτων προσφέροντας ίσως καλύτερη κάλυψη από τη βλάστηση πριν την πυρκαγιά. Τα πρεμνοβλαστήματα των θάμνων φτάνουν στο ύψος του μισού περίπου μέτρου, έξι μήνες μετά την πυρκαγιά. Επίσης τα κλαδιά από τα πεσμένα δέντρα και τα κλαδοπλέγματα για προστασία από διάβρωση, μπορούν να προσφέρουν και αυτά κάλυψη και καλύτερη διαφυγή σε είδη που αποτελούν λεία (τρωκτικά και λαγόμορφα).
Στα συμπαγή και εκτεταμένα μεσογειακά δάση, και ειδικά στα δάση πεύκης, η βιοποικιλότητα, η αφθονία και ο αριθμός ειδών της πανίδας και η παρουσία προστατευόμενων ειδών είναι σχετικά μικρή σε σχέση με άλλα οικοσυστήματα, όπως τα αγρολιβαδικά και αυτά όπου καλλιέργειες εναλλάσσονται στο τοπίο.

4. Ενδεικτικά για τα είδη της Μεσογείου έχει βρεθεί:
– Η αφθονία του κουναβιού (Martes spp.), ως δασόβιο είδος, μειώνεται μετά από πυρκαγιά, ενώ της αλεπούς (Vulpes vulpes) αυξάνεται.
– Τα λαγόμορφα, τα ορνιθόμορφα και τα τρωκτικά, αν και αρχικά μειώνεται σοβαρά ο πληθυσμός τους, ανακάμπτουν πολύ γρήγορα, και μετά από ένα έτος συνήθως έχουν μεγαλύτερους πληθυσμούς στις καμένες εκτάσεις.
– Τα μεγάλα φυτοφάγα θηλαστικά (ελαφοειδή) προτιμούν να βόσκουν στις καμένες εκτάσεις καθώς η θρεπτικότητα των φυτών αυξάνεται και επίσης η αφθονία τους αυξάνεται μετά από πυρκαγιές.
– Οι δασικές πυρκαγιές δεν έχουν σοβαρές επιπτώσεις για την πτηνοπανίδα της Μεσογείου, αντίθετα μπορεί να βοηθούν στη διατήρηση απειλούμενων ειδών, όπως τα αρπακτικά πτηνά, λόγω της αύξησης των τρωκτικών, αλλά και των διακένων με αποτέλεσμα να εντοπίζουν τη λεία τους ευκολότερα. Η μπεκάτσα (Scolopax rusticola) και τα εντομοφάγα είδη πτηνών προτιμούν να τρέφονται στις καμένες εκτάσεις σε σύγκριση με τις μη καμένες.

5. Η διαχείριση της άγριας πανίδας μετά από δασική πυρκαγιά, αναφέρεται στα μέτρα που θα πρέπει να λαμβάνονται, όπως: προσφορά τροφής και νερού, προστασία από άρπαγες, κατάλληλη διαχείριση των καμένων ιστάμενων δέντρων, διαχείριση της θήρας, ένταξη της βελτίωσης του ενδιαιτήματος στα έργα αποκατάστασης κ.α.. Σκοποί της διαχείρισης αυτής είναι:
α. Να προσφέρει άμεση βοήθεια στα είδη της πανίδας, έτσι ώστε να περιοριστεί η θνησιμότητά τους τις πρώτες ημέρες και εβδομάδες μετά την πυρκαγιά.
β. Να ενσωματώσει τη διαχείριση της άγριας πανίδας (ιδίως για τα θηρεύσιμα και προστατευόμενα είδη) στα μέτρα για την αποκατάσταση του οικοσυστήματος, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ολοκληρωμένη διαχείριση και να μεγιστοποιούνται τα οφέλη για το οικοσύστημα αλλά και οι παρεχόμενες υπηρεσίες από αυτό.

 

Β. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΠΑΝΙΔΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΑΣΙΚΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ

1. Η ανάγκη λήψης ή όχι διαχειριστικών μέτρων θα πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με τις παρακάτω παραμέτρους:
α. Ποια είναι τα διαβιούντα θηρεύσιμα και προστατευόμενα είδη στις καμένες εκτάσεις, και η ικανότητά των ειδών αυτών για μετακινήσεις και επαναεποικισμό της καμένης έκτασης.
β. Ποιο είναι το συνολικό εμβαδόν και το σχήμα της δασικής καμένης έκτασης. Γενικά για τα πτηνά και τα μεγάλα θηλαστικά (αγριόχοιρος, ελαφοειδή, μεγάλα σαρκοφάγα) το εμβαδόν της καμένης έκτασης για την οποία θα πρέπει να εξεταστεί η λήψη μέτρων αναφέρεται σε τουλάχιστον 30.000 στρ. καμένης δασικής βλάστησης. Για τα ορνιθόμορφα και τα μικρά θηλαστικά όπως ο λαγός, το εμβαδόν θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 5.000 στρ. καμένης δασικής βλάστησης. Επιπρόσθετα, ένα επίμηκες και ανομοιογενές σχήμα έχει αυξημένο κράσπεδο, κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό καθότι διευκολύνει την επαναποίκηση, αλλά και την κάλυψη των αναγκών των ειδών.
γ. Ποιες είναι εναπομείνασες μη καμένες θέσεις, τόσο ως προς το εμβαδό τους (την αναλογία του εμβαδού των μη καμένων θέσεων ως προς τη συνολική καμένη έκταση), αλλά και την κατανομή τους, καθώς διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στη διατήρηση και την ταχύτερη επαναφορά της δασόβιας πανίδας.
δ. Ποια αναμένεται να είναι η μετα-πυρική εξέλιξη της βλάστησης, τόσο για την ποώδη όπου μετά τις πρώτες βροχές προσφέρει πολύτιμη βοσκήσιμη ύλη αλλά και κάλυψη, όσο και για την ξυλώδη βλάστηση.

2. Η διαχείριση της άγριας πανίδας μετά την πυρκαγιά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο των έργων αποκατάστασης του οικοσυστήματος, ενδεικτικά:
α. Τα κλαδοπλέγματα μπορούν να προσφέρουν πολύτιμη κάλυψη σε εδαφόβια και άλλα είδη.
β. Ιστάμενα καμένα δέντρα μπορούν να χρησιμοποιούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα από προστατευόμενα αρπακτικά και από δρυοκολάπτες, οπότε και πρέπει να διατηρείται ένα δίκτυο από δέντρα. Συνεπώς προτείνεται κατά θέσεις να αφήνονται 10-20 ιστάμενα δένδρα ανά εκτάριο, σε άλλες θέσεις όμως που επιδιώκεται η προστασία λαγόμορφων και μικρών θηλαστικών από αρπακτικά είναι καλό να δημιουργούνται διάκενα ενός με δύο εκτάρια, οπότε και να απομακρύνονται όλα τα ιστάμενα δέντρα.
γ. Οι υλοτομικές και άλλες εργασίες στις μη καμένες γειτνιάζουσες περιοχές, να αποφεύγονται την άνοιξη και σε άλλες κρίσιμες περιόδους, ανάλογα με τα προστατευόμενα ή θηρεύσιμα ειδη που διαβιούν στην περιοχή.
δ. Σε περίπτωση φυτεύσεων ξυλωδών φυτών αυτές να γίνονται κατά τρόπο όπου θα λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες σε ενδιαίτημα των κύριων ειδών που διαβιούν στην περιοχή. Γενικά, σε ενδεδειγμένες θέσεις συνιστάται να αφήνονται διάκενα ικανού μεγέθους και να περιλαμβάνονται κατάλληλα καρποφόρα ξυλώδη είδη όπου θα προσφέρουν τροφή και παράλληλα θα είναι βραδύκαυστα (βλέπε Παράρτημα Β). Τα δασικά φυτώρια, οι κυνηγετικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις και άλλοι φορείς να μεριμνούν για την παραγωγή τέτοιων ειδών. Στις μελέτες αναδασώσεων ένα ποσοστό τουλάχιστον 5% των ειδών να αποτελείται από καρποφόρα είδη.

3. Επιπλέον μέτρα για την άγρια πανίδα είναι:
α. Η άμεση ρίψη τροφής και η προσφορά νερού, σε ειδικές περιπτώσεις όπως για την περίπτωση των ελαφοειδών.
β. Η βελτίωση του ενδιαιτήματος με: τις κατάλληλες σπορές, την κατασκευή ποτιστρών και την τοποθέτηση τεχνητών φωλιών. Οι σπορές αγρωστωδών και ψυχανθών ειδών για προσφορά τροφής θα βοηθήσουν κυρίως μεγάλα φυτοφάγα θηλαστικά και μπορούν να εφαρμόζονται σε αγρούς εντός ή πλησίον των καμένων εκτάσεων, το πρώτο φθινόπωρο μετά την πυρκαγιά.
γ. Η εντατικοποίηση του ελέγχου της αρπακτικότητας από είδη όπως η αλεπού και τα κορακοειδή και η απομάκρυνση αδέσποτων σκύλων και γατών που αναμένεται να επιδράσουν αρνητικά για τα είδη της πανίδας, με τις κατάλληλες τεχνικές επιλεκτικής σύλληψης όπως και τη σύσταση συνεργείων δίωξης.

 

Γ. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΗΡΑΣ

1. Η θήρα αποτελεί κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα και υπόκειται σε κανόνες με πρωταρχικό σκοπό την αειφορία των καρπώσεων. Μια καμένη έκταση λίγες εβδομάδες ή μήνες μετά την πυρκαγιά δεν μπορεί να προσφέρει ποιοτική θήρα στους κυνηγούς και δεν αρμόζει στη φιλοσοφία και την ηθική της δραστηριότητας. Οι κυνηγοί που επισκέπτονταν την καμένη έκταση πριν την εκδήλωση της πυρκαγιάς, υφίστανται επιπτώσεις κάνοντας λιγότερες κυνηγετικές εξορμήσεις, πραγματοποιώντας μεγαλύτερες αποστάσεις για να βρουν νέο κυνηγότοπο ενώ αρκετοί δεν εκδίδουν άδεια κυνηγίου. Παράλληλα οι μη καμένες εκτάσεις, που γειτνιάζουν με απαγορευμένες για τη θήρα καμένες εκτάσεις, δέχονται μεγαλύτερη επισκεψιμότητα από τους μετακινούμενους κυνηγούς και μεγαλύτερη θηρευτική πίεση. Συνεπώς, απαιτείται να βρεθεί η χρυσή τομή ώστε η θήρα να ασκηθεί ή να περιοριστεί ορθολογικά και να μην εφαρμοστούν ατεκμηρίωτες υπερβολικές απαγορεύσεις θήρας στις καμένες εκτάσεις διότι προκαλούν επιπτώσεις και στο περιβάλλον και στον άνθρωπο.

2. Στο πλαίσιο αυτό να λαμβάνεται υπόψη ότι:
Α) Η θήρα απαγορεύεται για το 95% των ειδών θηλαστικών και πτηνών που διαβιούν συνήθως στα μεσογειακά οικοσυστήματα. Στην Ελλάδα δραστηριοποιείται ικανός αριθμός δασοφυλάκων και θηροφυλάκων, έτσι ώστε να μη παρατηρείται έντονη λαθροθηρία, σε βαθμό που να προκαλείται πρόβλημα σε επίπεδο πληθυσμού του είδους. Επιπλέον όπου απαγορεύεται η θήρα δεν σημαίνει ότι μειώνεται η λαθροθηρία.
Β) Τα θηρεύσιμα είδη διατηρούν συνήθως ικανοποιητικούς πληθυσμούς και γι αυτό επιτρέπεται η θήρευσή τους σύμφωνα με την Ετήσια Ρυθμιστική Θήρας, 3) Η θήρα επιτρέπεται για περιορισμένο χρονικό διάστημα, 50 περίπου ημέρες το έτος για τα επιδημητικά θηράματα, ενώ για τα αποδημητικά θηρεύσιμα πτηνά κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες,
Γ) Οι κυνηγοί στην Ελλάδα έχουν μειωθεί σε λιγότερους από τους μισούς, σε σύγκριση με τις δεκαετίες του 1980 και 1990.
Δ) Στις εκτεταμένες δασικές εκτάσεις η όχληση από τη θήρα δεν προκαλεί επιπτώσεις σε επίπεδο πληθυσμού. Τα αποδημητικά θηρεύσιμα πτηνά, όπως οι τσίχλες και οι μπεκάτσες, έχουν τη δυνατότητα να μη σταθμεύσουν στην καμένη έκταση και να μετακινηθούν λίγα χιλιόμετρα για να βρουν, περισσότερο επιθυμητό ενδιαίτημα στη γειτονική μη καμένη έκταση.
Ε) Οι πέρδικες και ο λαγός έχουν μεγαλύτερους πληθυσμούς στις καμένες εκτάσεις σε σύγκριση με τις μη καμένες, σε ένα με δύο έτη μετά την πυρκαγιά.
ΣΤ) Ο αγριόχοιρος αποτελεί παμφάγο είδος, ευπροσάρμοστο, και στα μεσογειακά οικοσυστήματα παρουσιάζει ιδιαίτερα ευμετάβλητο εποχιακό εύρος κατοικίας, καθώς μπορεί να κυμαίνεται από 3 – 150 km², αλλά κατά μέσο όρο ανέρχεται στα 26 km². Η δυνατότητα αυτή του αγριόχοιρου για μεγάλες μετακινήσεις, το γεγονός πως είναι νυχτόβιο και πως διατηρεί υψηλούς πληθυσμούς, καθιστούν το ζώο ικανό να ανταπεξέλθει στην επίδραση των πυρκαγιών και της θήρας. Αυτό που πρέπει να ανησυχεί περισσότερο τους διαχειριστές είναι πως ο αγριόχοιρος μπορεί να αποτελέσει σοβαρό άρπαγα σε ασπόνδυλα, ερπετά, μικρά θηλαστικά και στις φωλιές εδαφόβιων πτηνών. Επίσης, τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, ο υπερπληθυσμός του αγριόχοιρου, και οι σημαντικές αρνητικές συνέπειες που έχει στην αγροτική παραγωγή, την οδική ασφάλεια, αλλά και το κτηνοτροφικό κεφάλαιο (Αφρικανική Πανώλη των Χοίρων), δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για περιορισμούς της θήρας του συγκεκριμένου είδους ακόμη και στις καμένες εκτάσεις.

3. Οι συνεργαζόμενες κυνηγετικές οργανώσεις στο πλαίσιο των φιλοθηραματικών τους δράσεων μπορούν και πρέπει να συμβάλλουν στην εφαρμογή μέτρων διαχείρισης για τα θηρεύσιμα είδη και την άγρια πανίδα στις καμένες εκτάσεις.

 

Δρ Περικλής Μπίρτσας

Ειδικός Σύμβουλος Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας και Θράκης

Καθηγητής – Διευθυντής
Εργαστηρίου Διαχείρισης Άγριας Πανίδας
Τμ Δασολογίας Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού
Πανεπιστήμιο Θεσσσαλίας

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ