ΚΟΜΑΘ – Διαχείριση της θήρας μετά από δασικές πυρκαγιές


16/08/2021

Με αφορμή τις καταστροφικές πυρκαγιές που συνεχίζουν να πλήττουν τη χώρα μας, και την επαίσχυντη ευκαιρία που νομίζουν πως βρήκαν κάποιοι για να εκφράσουν την εμμονική, αυθαίρετη, αντιεπιστημονική και μόνιμη αντίθεσή τους στην άσκηση της θήρας, δημοσιεύουμε το παρακάτω άρθρο που προσεγγίζει με επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο τη διαχείριση της θήρας μετά από δασικές πυρκαγιές.

Κάθε καλοκαίρι η χώρα μας πλήττεται από δασικές πυρκαγιές, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις λαμβάνουν μεγάλες διαστάσεις, ιδίως κατά τα τελευταία έτη. Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην ελλιπή ή μη διαχείριση των δασών και δασικών εκτάσεων και στην άμεση ή έμμεση απομάκρυνση παραδοσιακών χρηστών όπως οι υλοτόμοι, οι ρητινοσυλλέκτες, οι κτηνοτρόφοι, οι κυνηγοί κ.α., οι οποίοι περιορίζουν τη διαθέσιμη, για καύση, βιομάζα και επιβλέπουν το δάσος. Οι κυνηγοί συμβάλλουν κάθε χρόνο ποικιλοτρόπως και με όποιες δυνάμεις διαθέτουν στην πρόληψη, έγκαιρο εντοπισμό και αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Ωστόσο, με αφορμή τις πυρκαγιές, οι κυνηγοί υφίστανται σε αρκετές περιπτώσεις ατεκμηρίωτες και υπερβολικές απαγορεύσεις στη δραστηριότητά τους.
Η σχετική νομοθεσία δεν δίνει συγκεκριμένες κατευθύνσεις για τη διαχείριση της θήρας μετά από πυρκαγιά. Έτσι κάποιες Δασικές Υπηρεσίες εκδίδουν απαγορεύσεις θήρας μετά από πυρκαγιά και άλλες όχι. Η διάρκεια των απαγορεύσεων θήρας ποικίλει από ένα έως πέντε έτη. Τα όρια της απαγόρευσης μπορεί να συμπίπτουν με τα όρια της καμένης έκτασης ή να εκτείνονται σε ακτίνα δεκάδων χιλιομέτρων γύρω από τα όρια της καμένης έκτασης.
Συνεπώς είναι ανάγκη να εξεταστεί το ζήτημα της απαγόρευσης θήρας μετά από πυρκαγιά και να δοθούν συγκεκριμένες κατευθύνσεις από τους αρμόδιους φορείς. Στο πλαίσιο αυτό το Εργαστήριο Διαχείρισης Άγριας Πανίδας του Τμήματος Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και η Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας και Θράκης έχουν πραγματοποιήσει σχετικές ερευνητικές προσπάθειες θέλοντας να συμβάλλουν στην κατανόηση των αλληλεπιδράσεων του τριγώνου: πυρκαγιά – πανίδα – θήρα.
Πυρκαγιά και Πανίδα
Πολλές έρευνες έχουν δείξει πως οι πυρκαγιές δεν πρέπει να εκλαμβάνονται εξ αρχής ως επιζήμιες για την πανίδα (Quinn 1994, Hassan 2007). Οι επιδράσεις των πυρκαγιών στην άγρια πανίδα ποικίλουν ανάλογα με το είδος, από αρνητικές έως θετικές. Είδη με: α) μεγαλύτερη κινητικότητα (π.χ. πτηνά), β) λιγότερους φυσικούς εχθρούς (π.χ. αγριόχοιρος) και γ) υψηλούς ρυθμούς αναπαραγωγής (π.χ. λαγός) αναμένεται να μην έχουν επιπτώσεις ή να ανακάμπτουν γρήγορα οι πληθυσμοί τους μετά από πυρκαγιά. Ένα έτος μετά τη μεγάλη πυρκαγιά στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής βρέθηκε πως η αφθονία των λαγών εντός των καμένων εκτάσεων ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με τις γειτονικές μη καμένες εκτάσεις (Sokos κ.ά. 2016), κάτι το οποίο διαπιστώθηκε και για το αγριοκούνελο στην Ισπανία (Rollan και Real 2010).
Η δομή της βλάστησης που διαμορφώνεται μετά την πυρκαγιά συχνά έχει επιπτώσεις για τα δασόβια είδη, αλλά από την άλλη ευνοεί τα είδη των ανοικτών εκτάσεων, δηλαδή των λιβαδιών και των θαμνώνων (Quinn 1994, Hassan 2007). Καταμετρήσεις στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής κατά το δεύτερο και τρίτο έτος μετά την πυρκαγιά έδειξαν πως η αφθονία του κουναβιού ήταν μικρότερη εντός των καμένων εκτάσεων σε αντίθεση με την αλεπού όπου η αφθονία της ήταν μεγαλύτερη (Birtsas κ.ά. 2012).
Στα μεσογειακά δάση η αφθονία και ο αριθμός ειδών της πανίδας είναι μικρότερος σε σχέση με άλλα οικοσυστήματα, όπως τα αγρολιβαδικά (Covas και Blondel 1998). Για παράδειγμα, υπάρχει η σχεδόν παντελής έλλειψη σημαντικών για τη διατήρηση, ενδημικών ειδών πτηνών στα μεσογειακά δάση (Covas και Blondel 1998). Έρευνες έχουν αποδείξει πως οι δασικές πυρκαγιές δεν έχουν σοβαρές επιπτώσεις για την πτηνοπανίδα (Moreira κ.ά. 2001), αντίθετα μάλιστα μπορεί να βοηθούν στη διατήρηση απειλούμενων ειδών (Brotons κ.ά. 2008). Για αυτό και προτείνεται από αρκετούς ερευνητές η εφαρμογή της προδιαγεγραμμένης καύσης.
Θήρα και Πανίδα
Η θήρα επιτρέπεται για ένα μικρό ποσοστό, μικρότερο του 5%, των θηλαστικών και πτηνών της ελληνικής πανίδας. Τα είδη αυτά διατηρούν ικανοποιητικούς έως υψηλούς πληθυσμούς για αυτό και επιτρέπεται η θήρευσή τους. Στα πλαίσια της δασικής νομοθεσίας η θήρα επιτρέπεται για 50 περίπου ημέρες για τα περισσότερα επιδημητικά θηράματα (λαγός, πέρδικα), ενώ για τα αποδημητικά θηρεύσιμα πτηνά κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες.
Τα αποδημητικά θηρεύσιμα πτηνά, όπως οι τσίχλες και οι μπεκάτσες, έχουν τη δυνατότητα να μη σταθμεύσουν στην καμένη έκταση και να μετακινηθούν λίγα χλμ για αυτά και να βρουν, θεωρητικά, περισσότερο επιθυμητό ενδιαίτημα στη γειτονική μη καμένη έκταση (Payevsky & Vysotsky 2003, McAuley κ.ά. 2005, Meunier κ.ά. 2008). Η ικανότητά τους αυτή δεν επιτρέπει στη θήρα να τους προκαλεί επιπτώσεις στις καμένες εκτάσεις. Πάντως για τις μπεκάτσες στην Αμερική έχει βρεθεί πως προτιμούν καμένες εκτάσεις σε σχέση με τις μη καμένες (Dessecker και McAuley 2001). Επιπρόσθετα η όχληση από τη θήρα έχει αποδειχθεί πως δεν έχει επιπτώσεις στους πληθυσμούς των θηρεύσιμων πτηνών και ακόμα περισσότερο στους πληθυσμούς των μη θηρεύσιμων (Payevsky και Vysotsky 2003, McAuley κ.ά. 2005, Sokos κ.ά. 2009).
Οι πέρδικες και ο λαγός βασίζονται στη θαμνώδη βλάστηση για κάλυψη (Σφουγγάρης και Γκαραβέλη 2006). Οι μεσογειακοί θάμνοι αναπτύσσουν γρήγορα μεγάλο αριθμό πρεμνοβλαστημάτων προσφέροντας ίσως και καλύτερη κάλυψη από τη βλάστηση πριν την πυρκαγιά. Ο Κωνσταντινίδης (2001) βρήκε πως τα πρεμνοβλαστήματα των θάμνων φτάνουν στο ύψος του μισού περίπου μέτρου, έξι μήνες μετά την πυρκαγιά. Επίσης τα κλαδιά από τα πεσμένα δέντρα και τα κλαδοπλέγματα για προστασία από διάβρωση, μπορούν να προσφέρουν και αυτά κάλυψη.
Ο αγριόχοιρος αποτελεί παμφάγο είδος, ευπροσάρμοστο όπου ζει κατά ομάδες, και στα μεσογειακά οικοσυστήματα παρουσιάζει ιδιαίτερα ευμετάβλητο εποχιακό εύρος κατοικίας, καθώς μπορεί να κυμαίνεται από 3 – 150 km², αλλά κατά μέσο όρο ανέρχεται στα 26 km² (Leaper κ.α. 1999). Η δυνατότητα αυτή του αγριόχοιρου για μεγάλες μετακινήσεις, το γεγονός πως είναι νυχτόβιο και πως διατηρεί υψηλούς πληθυσμούς, συνιστούν μερικούς παράγοντες όπου καθιστούν το ζώο ικανό να αντεπεξέλθει στην επίδραση των πυρκαγιών και της θήρας. Αυτό που πρέπει να ανησυχεί περισσότερο τους διαχειριστές είναι πως ο αγριόχοιρος μπορεί να αποτελέσει σοβαρό άρπαγα σε ασπόνδυλα, ερπετά, μικρά θηλαστικά και στις φωλιές εδαφόβιων πτηνών (Leaper κ.α. 1999).
Θήρα και Πυρκαγιά
Η θήρα αποτελεί κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα με πολλές προεκτάσεις. Ο σύγχρονος κυνηγός απολαμβάνει την επαφή με τη φύση και χαίρεται με την προσπάθεια των σκυλιών του να εντοπίσουν το θήραμα (Χασάναγας κ.ά. 2011). Είναι ευνόητο πως μια εκτεταμένη καμένη έκταση λίγες εβδομάδες ή μήνες μετά την πυρκαγιά δεν μπορεί να προσφέρει ποιοτική θήρα στους κυνηγούς. Για το λόγο αυτό οι κυνηγοί που επισκέπτονταν την καμένη έκταση πριν την εκδήλωση της πυρκαγιάς, υφίστανται επιπτώσεις κάνοντας λιγότερες κυνηγετικές εξορμήσεις, πραγματοποιώντας μεγαλύτερες αποστάσεις για να βρουν νέο κυνηγότοπο ή ακόμα και δεν εκδίδουν άδεια κυνηγίου (Papaspyropoulos κ.ά, 2015).
Στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής εκτιμήθηκε πως αν η διάρκεια απαγόρευσης της θήρας μειώνονταν από τα δύο στο ένα έτος, τότε οι 500 περίπου ντόπιοι κυνηγοί θα είχαν εξοικονομήσει 45,332€, μόνο με τη μείωση των εξόδων κίνησης και συντήρησης των οχημάτων τους, από τις επιπλέον μετακινήσεις τις οποίες αναγκάστηκαν να κάνουν λόγω της απαγόρευσης θήρας. Συνεπώς εκτός από τον άνθρωπο υπάρχουν επιπτώσεις και για το περιβάλλον όπως μπορεί να προκαλούνται από την εντονότερη χρήση του αυτοκινήτου (Papaspyropoulos κ.ά, 2015).
Συμπεράσματα
Κάθε απαγόρευση θήρας πρέπει να συνοδεύεται από τεχνική έκθεση ειδικών στη θηραματολογία, η οποία θα περιλαμβάνει: α) εκτίμηση των απωλειών στα ενδιαιτήματα των ειδών της άγριας πανίδας, το εμβαδόν και σχήμα της καμένης έκτασης και την ένταση της πυρκαγιάς, β) κατάλογο των ειδών που επηρεάστηκαν, γ) χαρακτηρισμό των ειδών σε αποδημητικά και επιδημητικά, δ) αξιολόγηση της καταλληλότητας των γειτονικών, στην καμένη περιοχή, ενδιαιτημάτων, ε) περιγραφή του καθεστώτος προστασίας και της κυνηγετικής δραστηριότητας της περιοχής, στ) εκτίμηση της επίδρασης της θήρας στα είδη της άγριας πανίδας, και ζ) εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον και τον άνθρωπο από ενδεχόμενη απαγόρευση της θήρας.
Γενικά, απαγορεύσεις θήρας στις καμένες εκτάσεις της Ελλάδας οι οποίες: α) εφαρμόζονται για παραπάνω από ένα ή δύο έτη, και β) αφορούν περιοχές που τα όριά τους επεκτείνονται περισσότερο από 200 έως 1000 μέτρα περιμετρικά της καμένης έκτασης, δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στη διατήρηση των πληθυσμών των ειδών της άγριας πανίδας. Αντίθετα, μεγάλες σε διάρκεια και εμβαδόν απαγορεύσεις θήρας προκαλούν επιπτώσεις στον άνθρωπο και στο περιβάλλον.
Η μεγάλη χρονική διάρκεια της απαγόρευσης της θήρας στις καμένες εκτάσεις στερεί την ύπαρξη κυνηγών από την περιοχή που μπορεί να δρουν ως παρατηρητές τυχόν παράνομων δραστηριοτήτων (καταπατήσεις, παράνομη βόσκηση, παράνομη ανέγερση οικημάτων, λαθροθήρα κ.α.) για τις οποίες θα ενημέρωναν τις αρμόδιες αρχές.
(Η βιβλιογραφία, που τεκμηριώνει τις θέσεις που αποτυπώνονται στο παραπάνω άρθρο είναι διαθέσιμη)

Περικλής Μπίρτσας – Καθηγητής Βιολογίας Άγριας Πανίδας – Τμήμα Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού – Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Χρήστος Σώκος – Δρ Δασολόγος, Ερευνητής και Διαχειριστής Άγριας Πανίδας και Θήρας, Τμήμα Διαχείρισης Άγριας Ζωής & Θήρας, Υπουργείο Περιβάλλοντος
Κώστας Παπασπυρόπουλος – Δρ Δασολόγος – Δασοοικονομολόγος – Διευθυντής Θηροφυλακής Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας και Θράκης

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ