Οι θέσεις της ΚΣΕ στο νομοσχέδιο που απειλεί να βάλει “ταφόπλακα” στο κυνήγι


18/03/2020

Και ενώ ολοκληρώθηκε σήμερα η διαβούλευση του Υπουργείου με τίτλο: «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας», η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας, εκπροσωπώντας τους 200000 Έλληνες κυνηγούς κατέθεσε τις προτάσεις και θέσεις της, σε μια προσπάθεια “ανάσχεσης” του επερχόμενου πλήγματος της κυνηγετικής δραστηριότητας, τόσο στων νέων εδαφικών απαγορεύσεων όσο και στο θεσμικό ρόλο των κυνηγών, που έχει κατοχυρωθεί με μεγάλους αγώνες, αλλά και στην αξιοποίηση των χρημάτων των κυνηγών που πρέπει να αποβλέπουν στην διασφάλιση του θηραματικού πλούτου.
Πιο συγκεκριμένα οι παρεμβάσεις της ΚΣΕ αφορούν στα παρακάτω άρθρα:

Άρθρο 31
όροι και οικονομική διαχείριση του ΟΦΥΠΕΚΑ

Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας που εκπροσωπεί 200.000 Έλληνες κυνηγούς ζητάει να απαλειφθεί το σημείο στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 31 που προβλέπει ότι: « Ποσοστό από έσοδα από τις άδειες θήρας, που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας» θα αποτελούν πόρο του ΟΦΥΠΕΚΑ.
Το χρηματικό ποσό, το οποίο απαιτείται να καταβάλλεται για την έκδοση άδειας θήρας, σύμφωνα με το άρθ. 262 παρ. 3 ΝΔ 89/1969, αποτελεί οικονομικό βάρος υπέρ νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το οποίο όπως προκύπτει από τους σκοπούς, για τους οποίους διατίθεται, είναι ανταποδοτικό τέλος και δεν έχει φορολογικό χαρακτήρα. Τούτο δε, διότι οι σκοποί κατ΄ άρθ. 8 παρ. 5 Ν 3208/2003 (περ. η΄ και ιβ΄) προς εξυπηρέτηση των οποίων διατίθεται, αποβλέπουν ευθέως στην διασφάλιση του θηραματικού πλούτου.

Εξ άλλου ρητά αναφέρεται στην υπ’ αριθμ 875/2013 απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ ότι :«όπως έχει παγίως κριθεί, το ανταποδοτικό τέλος διακρίνεται από τον φόρο κατά το ότι αποτελεί μεν και αυτό, όπως ο φόρος, αναγκαστική παροχή, καταβάλλεται όμως έναντι ειδικής αντιπαροχής, ήτοι έναντι ειδικώς παρεχομένης δημόσιας υπηρεσίας, προς την οποία μάλιστα τελεί σε σχέση αντιστοιχίας, γιατί αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους της υπηρεσίας. Η δημόσια δε αυτή υπηρεσία, προς την οποία στοιχεί το ανταποδοτικό τέλος, παρέχεται προεχόντως χάριν δημοσίου σκοπού, εξυπηρετούνται όμως με αυτή ταυτοχρόνως και όποιοι την χρησιμοποιούν, που φέρουν και το βάρος των δαπανών της (πρβλ. ΑΕΔ 5/1984, ΣτΕ 2483/1999, 950, 649/1981).»

Άρα η εν λόγω πρόβλεψη του νομοσχεδίου έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την υφιστάμενη νομοθεσία και την νομολογία του ΣτΕ, αφού η χρήση των τελών από την έκδοση των αδειών θήρας από τον ΟΦΥΠΕΚΑ, κάθε άλλο παρά ανταποδοτική θα είναι για το κυνήγι και τους κυνηγούς που τα καταβάλουν.
Ο ανταποδοτικός χαρακτήρας των χρημάτων που καταβάλουν οι κυνηγοί δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση, αφού το ίδιο νομοσχέδιο αποκλείει με άλλα άρθρα του την εκπροσώπηση των κυνηγών μέσω των κυνηγετικών οργανώσεων τους, στο σύστημα διοίκησης και εποπτείας των προστατευόμενων περιοχών.
Ακόμα πιο σημαντικό και αντιφατικό, όμως, είναι το ότι η θήρα «ενοχοποιείται» και απαγορεύεται σε μεγάλη έκταση του δικτύου NATURA 2000.
Άλλωστε, τα χρήματα που εισπράττονται από τις άδειες θήρας όλων των Ελλήνων κυνηγών, προορίζονται για ανταποδοτικά φιλοθηραματικά έργα σε όλη την έκταση της χώρας, και όχι μονομερώς ή αποκλειστικά… για το 30% αυτής, που συνιστούν οι προστατευόμενες περιοχές.

Άρθρο 35
Επιτροπές Διαχείρισης των Μονάδων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών

Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας προτείνει να προστεθεί σημείο (ζ) με την κάτωθι διατύπωση:
«Έναν (1) εκπρόσωπο της οικείας Κυνηγετικής Ομοσπονδίας, που δραστηριοποιείται στην περιοχή του προστατευταίου αντικειμένου, με τον αναπληρωματικό του».
Οι Κυνηγετικές Οργανώσεις εκπροσωπούν μια πολυπληθή ομάδα διακοσίων χιλιάδων κυνηγών – χρηστών, γι’ αυτό κρίνουμε ως απαραίτητη τη συμμετοχή τους στις Επιτροπές Διαχείρισης.
Με την εν λόγω συμμετοχή καλύπτονται οι προβλέψεις της συνθήκης του Aarhus, ενώ επιταχύνεται σε μέγιστο βαθμό ο συντονισμός των δράσεων που, ήδη, οι Κυνηγετικές Οργανώσεις πραγματοποιούν εντός των Προστατευομένων Περιοχών (θηροφύλαξη, βελτίωση ενδιαιτήματος, επιστημονική παρακολούθηση ειδών κ.α.).

Άρθρο 37
Προγραμματικές Συμβάσεις

Το άρθρο 37 του νομοσχεδίου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την υφιστάμενη νομοθεσία που αφορά τη δασοπροστασία και τη φύλαξη, χωρίς να φροντίζει με μεταβατικές ή τροποποιητικές διατάξεις, να ρυθμίζει την εν λόγω αντίθεση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με:
1. Τις διατάξεις του ν.δ. 86/1969 (ΦΕΚ 7 Α’) «Περί Δασικού Κώδικα» όπως τροποποιήθηκε με το ν.δ. 996/1971 και το ν. 177/1975 και ισχύει.
2. Τις διατάξεις του ν. 998/1979 (ΦΕΚ 298 Α’) «περί προστασίας δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας» ιδίως το άρθρο 5 παρ. 1 αυτού. Τις διατάξεις του ν.1845/1989 (ΦΕΚ 102Α’) «περί δασοπροστασίας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
3. Τις διατάξεις του ν.3208/2003 (ΦΕΚ 303Α’) «Προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις».

Η αρμοδιότητα της φύλαξης αποδίδεται στις Αποκεντρωμένες Δασικές Υπηρεσίες και στους φύλακες θήρας των κυνηγετικών οργανώσεων, που λειτουργούν επικουρικά σε αυτές.
Δεν είναι δυνατόν να συνάπτονται προγραμματικές συμβάσεις για τη φύλαξη με αναρμόδιους Φορείς ( π.χ. Δήμους), χωρίς την συμμετοχή των φορέων που έχουν την καθ’ ύλη αρμοδιότητα υλοποίησης των σχεδίων φύλαξης.

Άρθρο 41
Μητρώο Περιβαλλοντικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και Φορέων

Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας προτείνει να προστεθεί στην παράγραφο 2 η πρόταση:
«Στο Μητρώο του ΟΦΥΠΕΚΑ εγγράφονται οι συνεργαζόμενες και εποπτευόμενες από το Υπουργείο Περιβάλλοντος Κυνηγετικές Οργανώσεις.»
Οι Κυνηγετικές Οργανώσεις πέρα από τον εποπτικό ρόλο που ασκεί σε αυτές το Υπουργείο Περιβάλλοντος, αναπτύσσουν μία τέτοια πληθώρα φιλοπεριβαλλοντικών δράσεων σε όλη την επικράτεια, που είναι βέβαιο ότι με την εγγραφή τους στο Μητρώο, έχουν να συνεισφέρουν και ουσιαστικά και αποτελεσματικά.
Εκπροσωπώντας 200.000 πολίτες που δραστηριοποιούνται στην ελληνική ύπαιθρο ως χρήστες των ανανεώσιμων φυσικών πόρων, μπορούν να συνεισφέρουν την πολύτιμη ειδική γνώση τους, αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό τους, για την καλύτερη εφαρμογή μέτρων και ενεργειών που αφορούν στις Προστατευόμενες Περιοχές και την προστασία της φύσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
ΖΩΝΕΣ ΕΝΤΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ
Άρθρο 44
Τροποποίηση π.δ. 59/2018

Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας ζητάει να απαλειφτεί η προσθήκη της θήρας ως χρήση γης στο σημείο 24.12 της επιχειρούμενης τροποποίησης τους ΠΔ 59/2018.
Και αυτό διότι από τη σύσταση του ελληνικού κράτους και με βάση τις κοινοτικές οδηγίες, το κυνήγι δεν αντιμετωπίζεται ως χρήση γης ή κάλυψη γης, αλλά ως υπαίθρια κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα αναψυχής.

Κάτω από αυστηρό νομικό πλαίσιο και ειδικές ρυθμιστικές αποφάσεις, η θήρα ασκείται οριζόντια, πάνω και πέρα από την πολεοδομική έννοια της χρήσης γης.
Με βάση τον Αστικό Κώδικα (άρθρο 1077 του ΑΚ), η θήρα σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με το θήραμα, και όχι με την ιδιοκτησία της γης, ή την κάλυψη της γης ή τη χρήση της γης.
Το θήραμα, μάλιστα, ανήκει στον πρώτο νόμιμο καρπωτή του (κυνηγό).
Η συγκεκριμένη χωροταξική διευθέτηση για την θήρα που επιχειρείται από το νομοσχέδιο, συνιστά και εισάγει μία καινοφανή έννοια.
Και αυτό είναι κάτι που αναπόφευκτα θα επιφέρει τεράστια δυσλειτουργία στους χρήστες και την διοίκηση, σε ότι αφορά την ρεαλιστική εφαρμογή της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας.

Άρθρο 14β
Ζώνη προστασίας της φύσης

Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας θεωρεί ότι στην Ζώνη προστασίας της φύσης η θήρα πρέπει να επιτρέπεται. Ειδικές ρυθμίσεις θήρας, πέρα από τις υφιστάμενες, στην εν λόγω Ζώνη, θα πρέπει να λαμβάνονται μόνο στην έκταση που καταλαμβάνουν τα κρίσιμα ενδιαιτήματα ειδών χαρακτηρισμού, εφόσον τεκμηριωμένα προκύπτει ότι η δραστηριότητα του κυνηγίου αποτελεί σημαντική πίεση ή απειλή για τα είδη χαρακτηρισμού. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις θήρας δεν είναι αναγκαίες εφόσον τα είδη χαρακτηρισμού της περιοχής βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης. Οι ρυθμίσεις θήρας θα πρέπει να αξιολογούνται κατά τον περίτροπο χρόνο αναθεώρησης του Διαχειριστικού σχεδίου.

Άρθρο 14γ
Ζώνη διαχείρισης οικοτόπων και ειδών

Εν ονόματι των 200.000 κυνηγών που εκπροσωπεί, η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας ζητάει να συμπεριλαμβάνεται εξαρχής η θήρα, στις δράσεις που επιτρέπονται εντός της Ζώνης Διαχείρισης οικοτόπων & ειδών.
Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να ακολουθούνται οι προβλέψεις που καθορίζονται στην Ζώνη προστασίας της φύσης : “(24) Αγροτικές εκμεταλλεύσεις – εγκαταστάσεις και δραστηριότητες, με εξειδίκευση ανά υποκατηγορίες ανάλογα με τη Ζώνη”.
Στην Ζώνη διαχείρισης οικοτόπων και ειδών, εξ ορισμού δεν περιλαμβάνονται κρίσιμα ενδιαιτήματα ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος, καθώς και οικότοποι προτεραιότητας, όπως συμβαίνει στις δύο προηγούμενες ζώνες. Άρα η θήρα στην Γ ζώνη πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τις υφιστάμενες αυστηρές προβλέψεις της εθνικής νομοθεσίας, χωρίς περαιτέρω «εξειδίκευση».
Οι υφιστάμενοι αυστηροί περιορισμοί χρόνου θήρας, αριθμού θηρευομένων ειδών, τρόπων και μέσων θήρας, περιοχών εκτός θήρας κ.α., καθώς και η ύπαρξη της ετήσιας Ρυθμιστικής Απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και των τοπικών δασικών ρυθμίσεων θήρας, εξασφαλίζουν τον μεγαλύτερο στην Ευρώπη βαθμό ασφαλείας, όσον αφορά στις διατάξεις προστασίας των ειδών.
Παράλληλα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το ΣτΕ (ΣτΕ 1047/2001) έχει δεχθεί ότι “η θήρα αποτελεί μορφή διαχείρισης της άγριας πανίδας, η οποία μπορεί να επιτρέπεται βάσει πάντοτε ρητών κανονιστικών διατάξεων……”.
Προκύπτει επομένως ότι η θήρα δεν θα πρέπει να τίθεται υπό αμφισβήτηση σε μία ζώνη που φέρει τον τίτλο: «Ζώνη διαχείρισης οικοτόπων και ειδών».
Όλες οι υφιστάμενες απαγορεύσεις κυνηγίου και αυτές που θα προκύψουν σε τμήμα του δικτύου Natura, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αφορούν μία ανθρώπινη παραδοσιακή δραστηριότητα (ερασιτεχνική θήρα), η οποία ποτέ δεν θεωρήθηκε από επιστήμονες ως υπεύθυνη για την εξαφάνιση κανενός είδους. Πέραν τούτου, όμως, αποτελεί και αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής μας παράδοσης, συμβάλλοντας σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη της υπαίθρου και στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των Ελλήνων.
Tο εν λόγω νομοσχέδιο πρέπει να φροντίσει, ώστε να μην υπάρχει δυσαναλογία στην σχέση περιβαλλοντικών προβλημάτων και αντίστοιχης νομικής προστασίας, την στιγμή που το πλέον δυσεπίλυτο και κρίσιμο πρόβλημα για την επιβίωση των ειδών της άγριας ζωής, είναι η υποβάθμιση και η απώλεια των οικοτόπων σε διεθνές επίπεδο (The Global 2000 Report to the President, WWF, IUCN κ.α.).
Οι υποχρεώσεις του κράτους από το άρθρο 24 του Συντάγματος, όσον αφορά στην προστασία της άγριας πανίδας, δεν θα πρέπει να εξαντλούνται σε απαγορευτικές για το κυνήγι διατάξεις. Σε αυτό το πνεύμα η Ε.Ε. χρηματοδοτεί Πρόγραμμα προώθησης και συνεργασίας μεταξύ των Κυνηγετικών Οργανώσεων και των Διαχειριστικών Αρχών των περιοχών NATURA με τον τίτλο: «NATURA 2000. Μια ευκαιρία για τη βιοποικιλότητα και το κυνήγι στην Ευρώπη» (NATURA 2000. An opportunity for Biodiversity and Hunting in Europe).

Άρθρο 14δ
Ζώνη βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων

Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας ζητάει να προβλέπεται εξ αρχής η άσκηση της θήρας στη Ζώνη βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά από τη δασική νομοθεσία και τις ειδικές ρυθμιστικές αποφάσεις.
Η διερεύνηση της ειδικής περιβαλλοντικής επίπτωσης που προβλέπει το νομοσχέδιο, σε ό,τι αφορά τη θήρα στην Ζώνη βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων, έρχεται σε αντίθεση με την οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 197), με την οποία καθιερώθηκε η υποχρέωση προηγούμενης εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, τα οποία τεκμαίρεται ότι έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας καθορίζεται στο άρθρο 3, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην θήρα. Παρομοίως καμία αναφορά για την θήρα δεν γίνεται και στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, επειδή ακριβώς η επίδραση της θήρας δεν κρίνεται σημαντική.
Αντίθετα, για να ασκηθεί θήρα έχει προηγηθεί της ετήσιας Υπουργικής ρυθμιστικής Απόφασης συνολική επιστημονική μελέτη, ως προς ένα έκαστο των θηρευσίμων ειδών.
Η μελέτη αυτή καλείται κάθε φορά να τεκμηριώσει ότι κανένα θηρεύσιμο είδος δεν διατρέχει κίνδυνο αφανισμού ή μειώσεως του πληθυσμού του σε μη ικανοποιητικό επίπεδο, ενώ συμπεριλαμβάνει, επίσης, τεκμηριωμένη έκθεση, όσον αφορά στην επίδραση της θηρευτικής δραστηριότητας σε απολύτως προστατευτέα είδη (και ειδικότερα όσον αφορά τη δυνατότητα ελέγχου και λαθροθηρίας, προκειμένου να τηρηθούν οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη της Βέρνης και την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ.
Επίσης, στην ίδια μελέτη γίνεται και ειδική έρευνα, όσον αφορά στην επίδραση των χρονικών ορίων της κυνηγετικής περιόδου (ενάρξεως και λήξεως) επί της αναπαραγωγικής δυνατότητας των ως άνω ειδών, η οποία εκκινεί από την υφιστάμενη πραγματική κατάσταση, όσο το δυνατόν εγγύτερα χρονικώς (και πάντως είναι μεταγενέστερη της λήξεως της προηγούμενης κυνηγετικής περιόδου, όπως απαιτεί η νομολογία του ΣτΕ).
Με βάση όσα προαναφέρθηκαν είναι πρόδηλο ότι, η διερεύνηση της ειδικής περιβαλλοντικής επίπτωσης για την θήρα που φαίνεται να υιοθετεί το νομοσχέδιο στην Δ΄ Ζώνη, έχει ήδη υπερκαλυφθεί κατά την τεκμηρίωση των ειδικών ρυθμίσεων που διέπουν το κυνήγι, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.

Άρθρο 47
Ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες, σχέδια διαχείρισης και καθορισμός χρήσεων γης

Στην παράγραφο 7 θα πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα αποχαρακτηρισμού ή τροποποίησης των ορίων των Καταφυγίων Άγριας Ζωής, με την εξής διατύπωση:
«Αποχαρακτηρισμός ή μείωση της έκτασης της προστατευόμενης περιοχής επιτρέπεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, ύστερα από αιτιολογημένη γνώμη του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης (όπως προβλέπεται στο άρθρο 21 του ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3937/2011)».
Τα καταφύγια θηραμάτων που ιδρύθηκαν με εξουσιοδότηση του Δασικού Κώδικα έχουν μετονομαστεί σε KAZ με διαφορετικούς σκοπούς και προϋποθέσεις (άρθρο 57 του Νόμου 2637/1998 και μετέπειτα Ν. 3937/2011).
Η αλλαγή, όμως, αυτή περιορίστηκε μόνο στην αλλαγή του ονόματος. Δεν λήφθηκε ΠΟΤΕ υπόψη το εάν τα πρώην καταφύγια θηραμάτων πληρούν τα αναγκαία κριτήρια και, ακόμα περισσότερο, για το πώς η θήρα μπορεί να επηρεάσει το προστατευτέο κάθε φορά αντικείμενο.
Τονίζεται ότι η σοβαρή αδυναμία του καθεστώτος που διέπει τα Καταφύγια Άγριας Ζωής έγκειται στο ότι απαγορεύει εξαρχής τη θήρα, ακόμα και αν τα προστατευόμενα είδη (φυτά, έντομα, θηλαστικά, ερπετά, πτηνά) της περιοχής, δεν έχουν επιπτώσεις από τη θήρα.
Από την άλλη, για τις υπόλοιπες δραστηριότητες (όπως η βόσκηση, η υλοτομία, ακόμα και επέκταση του οικιστικού ιστού κ.α.), συνήθως δεν προβλέπεται καμιά ρύθμιση.
Ο αριθμός των ΚΑΖ ανέρχεται σε 622, περίπου, και καλύπτουν έκταση 11016 km2 στους καλύτερους, συνήθως, κυνηγοτόπους της επικράτειας. Έρευνες, όμως, έχουν δείξει ότι, η διεξαγωγή της θήρας είναι συμβατή με την προστασία προστατευόμενων ειδών, αφού σε πολλές περιπτώσεις οι πληθυσμιακές πυκνότητες των προστατευόμενων ειδών, είναι υψηλότερες σε περιοχές που ασκείται θήρα!
Συμπερασματικά, είναι επιτακτική η ανάγκη επανεξέτασης του δικτύου των υφιστάμενων ΚΑΖ, με γνώμονα την ορθή λειτουργία τους και παράλληλα με την διερεύνηση της σύμπτωσης των ορίων τους με τις περιοχές του δικτύου Natura.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ