Στο πλαίσιο των εντατικών επαφών που πραγματοποιεί η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος με διάφορους κοινωνικούς φορείς, ώστε να υπάρξει αμοιβαία ενημέρωση και «κοινός τόπος» απέναντι στο κυοφορούμενο νομοσχέδιο για τα αδέσποτα και δεσποζόμενα ζώα, συναντήθηκε στα γραφεία της με τον Πρόεδρο του Περιβαλλοντικού Συνδέσμου Δήμων Αθήνας – Πειραιά (ΠΕ.ΣΥ.Δ.Α.Π.), κ. Γ. Γουρδομιχάλη και το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής, κ. Μ. Ευθυμιάδη.
Ήταν μία συνάντηση ουσιαστική και πολύτιμη για πολλούς λόγους, καθώς ο ΠΕ.ΣΥ.Δ.Α.Π. και το Διαδημοτικό Κέντρο Περίθαλψης Αδέσποτων Ζώων (ΔΙ.ΚΕ.Π.Α.Ζ.), στο οποίο μετέχουν 19 Δήμοι της Αττικής, αποτελούν σήμερα την πιο μεγάλη και σύγχρονη μονάδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για νοσηλεία και διαχείριση αδέσποτων σκύλων.
Σύμφωνα με την ενημέρωση που έκανε ο κ. Γουρδομιχάλης στην ηγεσία της ΚΣΕ, οι φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αντιμετώπισαν το ίδιο έλλειμμα ενημέρωσης καθ’ όλο το διάστημα που συντασσόταν το επίμαχο σχέδιο νόμου, αφού – όπως και οι Κυνηγετικές Οργανώσεις – ουδέποτε κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην διαμόρφωσή του.
Σήμερα, πάντως, είναι σαφές ότι το νομοσχέδιο περιγράφει ένα πολύ αυστηρότερο πλαίσιο υποχρεώσεων και κανόνων για τους Δήμους, που αιφνιδιασμένοι καλούνται να αναλάβουν ένα πλήθος διοικητικών, αστικών και ποινικών ευθυνών, χωρίς από την πλευρά του κράτους να υπάρχει η παραμικρή δέσμευση για τον τρόπο και το ύψος της κρατικής επιχορήγησης.
Μάλιστα, τόσο η ΚΣΕ, όσο και οι εκπρόσωποι του ΠΕ.ΣΥ.Δ.Α.Π., μοιράστηκαν μία κοινή εκτίμηση: ότι, δηλαδή, μια σειρά διατάξεων του νομοσχεδίου έχουν διατυπωθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να διαμορφώνουν ένα καθεστώς κοινωνικής ισχύος και «προνομίων» σε συγκεκριμένη «φιλοζωική» οργάνωση, με κατάφωρα εχθρική θέση, τόσο απέναντι στους Ο.Τ.Α, όσο και απέναντι στους κυνηγούς, τους κτηνίατρους κ.λπ.
Έχοντας συμπληρώσει περισσότερα από 18 χρόνια λειτουργίας, το ΔΙΚΕΠΑΖ έχει πλήρη στοιχεία για τα 40.000, περίπου, ζώα που έχει περιθάλψει και στειρώσει όλο αυτό το διάστημα.
Και όπως είπε ο κ. Γουρδομιχάλης, από αυτά μόνο… ένα απειροελάχιστο κλάσμα αφορούσε καθαρόαιμα ή ημίαιμα κυνηγόσκυλα.
Αυτό επιβεβαιώνει και την εκτίμηση της ΚΣΕ ότι, οι κυνηγετικοί σκύλοι ουδέποτε είχαν «συμμετοχή» στον πληθυσμό των αδέσποτων και κακοποιημένων ζώων στη χώρα μας.